κολόνια

κολόνια
η
άρωμα που παρασκευάζεται με τη διάλυση αιθέριων ελαίων σε οινόπνευμα, «ύδωρ Κολονίας» (από την ομώνυμη γερμανική πόλη, όπου ιδρύθηκε για πρώτη φορά εργοστάσιο παρασκευής του αρώματος αυτού).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κολόνια — Αρωματικό προϊόν, που αποτελείται από διάλυμα οινοπνεύματος και αιθέριων ελαίων (λεμονιού, λεβάντας, γιασεμιού κ.ά.). Η ελληνική ονομασία της προέρχεται από το γαλλικό eau de cologne, που σημαίνει στην κυριολεξία του νερό της Κολονίας. Η… …   Dictionary of Greek

  • Κολονία — (γερμ. KÖln). Πόλη (963.200 κάτ. το 2001) της Γερμανίας, στο κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας Βεστφαλίας. Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Ρήνου. Η πόλη αποτελεί εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο πρωταρχικής σημασίας, με σιδηρουργικά και… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Έκαρτ, Γιοχάνες — (Johannes Eckhart, Χοχάιμ, Θουριγκία 1260 – Κολονία 1327). Γερμανός θεολόγος και δομινικανός μοναχός, ο επιλεγόμενος Μάιστερ (διδάσκαλος). Σπούδασε στο Παρίσι και στην Κολονία σε ένα περιβάλλον που είχε επηρεαστεί από τις θεωρίες του Θωμά Ακινάτη …   Dictionary of Greek

  • ρήνος — (Rhein γερμανικά, Rhin γαλλικά, Rijn ολλανδικά). Ποταμός της κεντρικής Ευρώπης, που έχει συνολικό μήκος 1326 χλμ. και λεκάνη απορροής 225.000 τ. χλμ. Ο Ρ. είναι ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους ποταμούς της Ευρώπης, φορέας… …   Dictionary of Greek

  • Αλβέρτος ο Μέγας — (Albertus Magnus, Λόιγκεν, Σουηβία, περ. 1200 Κολονία 1280). Δομινικανός φιλόσοφος και θεολόγος, δάσκαλος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Σπούδασε στην Πάντοβα και δίδαξε στο Ρέγκενσμπουργκ, στο Παρίσι και στην Κολονία, όπου διηύθυνε τη Γαλλική… …   Dictionary of Greek

  • Γκαουντί ι Κορνέτ, Αντόνιο — (Antonio Gaudi y Cornet, Ρεούς 1852 – Βαρκελώνη 1926).Ισπανός αρχιτέκτονας. Ο Γ. συμμετείχε στην προσπάθεια ανανέωσης της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής της εποχής του με εντελώς προσωπικούς τρόπους και χωρίς καμία εξάρτηση από τους μεγάλους… …   Dictionary of Greek

  • Μπελ, Χάινριχ — (Heinrich Boll, Κολονία 1917 – 1985). Γερμανός λογοτέχνης. Έλαβε μέρος σε διάφορα μέτωπα κατά τον Β’ Παγκόσμιο pόλεμο, οπότε και αιχμαλωτίστηκε, για αρκετά χρόνια. Το 1945 επέστρεψε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Κολονία και από το 1951 άρχισε… …   Dictionary of Greek

  • Μπρουχ, Μαξ — (Max Bruch, Κολονία 1838 – Φρίντεναου, Βερολίνο 1920). Γερμανός συνθέτης. Μυήθηκε στη μουσική από τη μητέρα του και κατόπιν είχε διάσημους δασκάλους, όπως τον Φερντινάντ Χίλερ και τον Καρλ Ράινεκε. Αφού πραγματοποίησε ταξίδια για σπουδές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”